Ο Όμηρος στην
«Οδύσσεια» στην Ρ και
στο στίχο 208 λέγει: «αιγείρων υδατοτρεφέων ήν άλσος», όπως επίσης και στην «Ιλιάδα» στο Δ και στον στίχο
482: «χαμάι πέσεν αίγειρος ως, η ρά τ’ εν ειαμενή έλεος μεγάλοιο πεφύκη».
Ο μύθος
μας αναφέρει ότι η Αίγειρος ήτο μια των Αμαδρυάδων νυμφών, θυγατέρες του Οξύλου
υιού του Ορείου και της αδερφής του Αμαδρυάδος, όπως να αναφέρει ο επικός
ποιητής Φερένικος
[Αθήναιος
– «Δειπνοσοφισταί»
Γ,14 ]. Αδερφές της ήσαν η Καρύα [καρυδιά],η Κρανεία [κρανιά], η Μορέα
[μουριά], η Βάλανος [Βελανιδιά], η Πτελέα [φτελιά], η Συκή, η Άμπελος και
πολλές άλλες. Ήσαν νύμφες οι οποίες έδιναν την ευλογία τους και την ευχαριστία
τους σε αυτούς που περιποιούντο τα δένδρα. Αντίθετα αυτούς που τα έκοβαν τους
τιμωρούσαν, γιατί ήσαν δράστες θεοκτονίας και βέβηλης πράξεως.
Ο πρώτος που αναφέρει για τις Αμαδρυάδες
νύμφες είναι ο Όμηρος εις τον ύμνο προς την Αφροδίτη εις τους στίχους 257-252.
όπου λέει ότι οι ορεσίβιες και μεγαλόστηθες νύμφες δεν συζούν με τους
ανθρώπους, ούτε με τους θεούς, αλλά μόνο με Σειληνούς και τον Ερμή. Δεν ζουν
αιώνια, διότι όταν φθάσει η μοίρα του θανάτου, ξεραίνονται τα ωραία δένδρα
πρώτα, ο δε φλοιός τους φθείρεται γύρωθεν εντελώς, πέφτουν τα κλαδιά τους, και
η ψυχή των Νυμφών αυτών μαζί με το δένδρο εγκαταλείπει το φως του ηλίου.
Επίσης ο Απόλλων για να αποπλανήσει την Δρυόπη που
έβοσκε τα πρόβατα του πατέρα της εις το όρος Οίτη συντροφιά με τις φίλες της,
της Αμαδρυάδες, μεταμορφώθηκε σε χελώνα όπου όλες έπαιζαν μαζί της. Και όταν η Δρυόπη την έβαλε
εις τον κόρφο της αυτός μεταμορφώθηκε σε φίδι που σφύριζε και τρόμαξαν οι
Αμαδρυάδες και έφυγαν. Οπότε ο Απόλλων την έκαμε δική του. Η Δρυόπη γέννησε τον
Άμφισσο, ο οποίος ίδρυσε την πόλη Οίτη και έκτισε ναό για τον πατέρα του, και
εκεί η Δρυόπη υπηρέτησε ως ιέρεια ώσπου κάποια ημέρα οι Αμαδρυάδες την έκλεψαν
και άφησαν εις την θέση της μια λεύκα. [Απολλόδωρος
«Βιβλιοθήκη» Α 7,6 Α 3,4 Γ 10,3 Γ 1,2 Παυσανίας Ι 1.7,3].
Ο υιός του Ήλιου Φαέθων, έλαβε κάποτε την
άδεια να διευθύνει τους φλογερούς ίππους του άρματος του πατρός του, πλησίασε
τόσο πολύ την Γη, ώστε αυτός κατακάηκε εις δε την Γη αποξήρανε μέρος της. Για
να προληφθεί μεγαλύτερη καταστροφή, ο Ζευς κεραύνωσε τον απρόσεκτο νέο, ο
οποίος έπεσε νεκρός εις τον Ηριδανό ποταμό. Εις τις όχθες του ποταμού αυτού
έθαψαν αυτόν οι αδερφές του Ηλιάδες*1,
οι οποίες θρηνούσαν ακατάπαυστα επάνω από τον τάφο του. Ώσπου στο τέλος
μεταμορφώθηκαν αυτές εις αιγείρους [λεύκες] τα
δε
δάκρυά τους εις Ήλεκτρον.
Μια άλλη
παράδοση λέει ότι τις μεταμόρφωσε ο Ζευς σε ψηλές αιγείρους επειδή
έζευξαν μυστικά την άμαξα του πατέρα τους και έδωσαν αυτή εις τον αδερφό τους
τον Φαέθοντα.
Ένας άλλος
μύθος λέγει ότι ο Άδης, θεός του Κάτω κόσμου απήγαγε τη Νύμφη Λευκή,
θυγατέρα του Ωκεανού και της Τηθύος και την μετέφερε εις το βασίλειό του. Όταν
εκείνη πέθανε την μεταμόρφωσε σε δένδρο, την λεύκα. Γυ-ρίζοντας από τον Άδη, ο
Ηρακλής έπλεξε στεφάνι από τα φύλλα του δένδρου στο Ηλύσσιο Πεδίο. Τα έξω φύλλα του στεφανίου
παρέμειναν μαύρα, επειδή αυτό είναι το χρώμα του Κάτω Κόσμου όσα φύλλα του όμως
ευρίσκοντο πλησίον των φρυδιών του Ηρακλέους απόκτησαν μια απόχρωση ασημόλευκη
από τον ένδοξο ιδρώτα του. Γι' αυτό το λόγο αφιέρωσαν σε εκείνον τη
λευκή ή τρέμουσα λεύκα που το χρώμα της συμβόλιζε ότι ο Ηρακλής είχε δράσει και στους
δύο κόσμους.
Μια παραλλαγή της λέγει ότι η νύμφη Λεύκη, ήτο
θυγατέρα του Ωκεανού, που ο Πλούτωνας την μετέφερε στο βασίλειο του. Όταν
πέθανε την μεταμόρφωσε σε ένα πανέμορφο δέντρο, μια ασημήλεύκα που μόνο εις τα
Ηλύσια Πεδία φύτρωνε. Από τα φύλλα της έπλεξε στεφάνι ο Ηρακλής όταν γύρισε από
τον Κάτω κόσμο.
Ένας ακόμη μύθος
του Φιλήμωνος και της Βαύκιδος. Στο βάθος ενός λαγκαδιού
δίπλα σε ένα ποτάμι πλησίον μιας πόλεως, σ’ ένα φτωχό και χαμηλό σπίτι. Εκεί
κατοικούσε ένα αγαπημένο ηλικιωμένο ζευγάρι, ο Φιλήμων και η Βαυκίς. Το σπίτι
τους ήτο τόσο χαμηλό, όσο να χωράει τον έρωτα των δυο ενοίκων του, και τό-σο φτωχικό και άμεμπτο,
που ήτο αντάξιο μιας θεϊκής επισκέψεως. Διότι των θεών οι συνήθειες καθώς λένε,
είναι στην φτώχεια να συχνάζουν, και από αυτή να ξεκινούν. Παραμονή της εορτής
του Καρνείου Απόλλωνος, το ηλικιωμένο ζευγά-ρι δεν περίμενε κανέναν να
μοιρασθεί την γιορτινή χαρά, παρόλα αυτά φόρε-σαν τα καλά τους ρούχα και
μοίραζαν τα λίγα αγαθά που είχαν. Καθώς αυτές ήσαν για αυτούς πιο πολύ εορτή αγάπης,
και λιγότερο πληθώρα αγαθών.
Ξαφνικά
κτύπησε η πόρτα και στο κατώφλι εμφανίσθηκαν δυο ρακένδυτοι ζητιάνοι, με
παράστημα όμως αρχοντικό, και με τρόπους που πρόδιδαν ευγένεια καταγωγής. «Δεν
έχουμε που να περάσουμε την νύκτα», είπε ο ένας από τους δυο ξένους.
Όπου και
να κτυπήσαμε στην πόλη κανένας δεν μας φιλοξένησε, τιμώντας τον Ξένιο Δία. Δεχτείτε
μας, δεν έχουμε που να περάσουμε την νύκτα μας. «Περάστε σαν σπίτι σας», είπαν
με μια φωνή τα δυο γεροντάκια. «Χαρά μας να σας φιλοξενήσουμε, ελπίζουμε να
καταδεχτείτε να μοιραστείτε μαζί μας το φτωχικό μας δείπνο».
Οι δυο
κουρελήδες ξένοι ήσαν στην πραγματικότητα, ο Ξένιος Δίας και Ψυχοπομπός Ερμής,
και πέρασαν το βράδυ τους με το καλόκαρδο γέρικο ζευγάρι. Οι φιλόξενοι
οικοδεσπότες Φιλήμων και Βαυκίς, πρόσχαροι και καλοσυνάτοι, κουβέντιαζαν χαμογελαστά
στους ασυνήθιστους ξένους, ευχαριστώντας τους για την συντροφιά τους. Είχαν
λίγο ψωμί και τυρί, έτσι το φιλόξενο ζευγάρι, αργομασούσε τρώγοντας πολύ μικρές
ποσότητες, ώστε να φάνε περισσότερο οι επισκέπτες τους. Το ίδιο συνέβαινε και
με το κρασί. Παρόλο όμως που ο Φιλήμων γέμιζε συνέχεια τα ποτήρια με το λιγοστό
κρασί αυτό δεν τελείωνε, κάτι που τον έβαλε σε υποψίες… Μόλις έγινε αυτό οι
ξένοι άρχισαν να λαμποκοπούν, φωτοστέφανα σκέπασαν τα κεφάλια τους και ένα
εκτυφλωτικό φως κάλυψε το μικρό δωμάτιο. Ο Φιλήμων και η Βαυκίς έμειναν
έκπληκτοι και άφωνοι μόλις κατάλαβαν ποίοι θεοί είχαν εμφανισθεί μπροστά τους.
Οι συμπολίτες σας θα ανταμειφθούν για την ύβρη που διέπραξαν είπε ο Δίας, και
έδειξε την ασεβή πόλη, με το δάκτυλο του εκπέμποντας την οργή του…
Κύματα
άγρια ορθώθηκαν από το ποτάμι και πλημμύρισαν την πόλη στο βάθος. Οι Φιλήμων
και η Βαυκίς εκλιπαρούσαν για να σωθούν οι συμπολίτες τους, καθώς δεν είχαν
μετρήσει ποτέ την κακία που τους είχαν δείξει, οι θεοί όμως δεν ακύρωσαν την
ποινή, αλλά για να τιμήσουν το ευσεβές ζευγάρι, έκαναν το φτωχικό τους σπίτι
ένα περίλαμπρο ναό, και τους όρισαν θεράποντες ιερείς για να δέχονται τους
ευσεβείς προσκυνητές. Τους ζήτησαν επίσης να πουν την μεγαλύτερή τους επιθυμία
τους. Η μόνη τους επιθυμία ήτο να ζήσουν για το υπόλοιπο της ζωής τους μαζί,
αλλά και να πεθάνουν μαζί. Κάποια ημέρα μετά από χρόνια, κάθοντο στα σκαλιά του
άλλοτε φτωχικού τους σπιτιού, και έβλεπαν την λίμνη, που κάποτε ήτο η πόλη που
πλημμύρισε ο Δίας…
Ξαφνικά
άρχισαν να «σβήνουν» να χάνονται, ενώ ταυτόχρονα τα πόδια τους άρχισαν να
γίνονται ρίζες, τα χέρια τους κλαδιά, έως ότου ο Φιλήμων μεταμορφώθηκε πλάτανος
και η Βαυκίς σε λεύκα. Από τότε τα πλατάνια και οι λεύκες είναι δίπλα-δίπλα,
για να μεταφέρει ο άνεμος την αγάπη τους που ακούγεται με το θρόισμα των φύλλων
τους.
Η Λεύκα ήτο ιερό δένδρο του Ηλίου εις την Ρόδο και εις την προς τιμήν του εορτή των «Αλίων»
ή «Αλίειων» το θέρος οι νικητές στεφανώνονταν με κλώνους λεύκης. Ο Παυσανίας
μας αναφέρει ότι ήτο ιερό δένδρο του Πλούτωνος. Άλλοι αρχαίοι συγγραφείς λέγουν ότι είναι το ιερό δένδρο της Περσεφόνης μαζί με την
Ιτιά, όπως και ιερό δένδρο του Ηρακλέους.
Εις την αρχαιότητα όλα τα «άλσεα
Περσεφονείης» είναι ιερά άλση της θεάς
φυτεμένα
και στολισμένα με πένθιμα δένδρα λεύκες και ιτιές. Η λεύκη ή λεύκα και η Ιτέα
ήταν τα δένδρα που κοσμούσα τα άλση των υποχθόνιων θεοτήτων. Επίσης εις την «Οδύσσεια» στο Κ στον στίχο
510 μας λέγει ότι είναι ιερό δένδρο του
Άδου: «άλσεα Περσεφονείης, μακραί τ’ αίγειροι». Αναφορές εις τις παραδόσεις
αυτές του Φαέθοντος και των Ηλιάδων υπάρχουν εις τον Ευριπίδη εις το έργο του «Ιππολύτη» και εις τον στίχο 737, εις τον Απολλώνιο τον Ροδιο εις το IV,
εις το στίχο 508, και εις τον Οβίδιο
εις το έργο του «Μεταμορφώσεις»
εις το II εις τους στίχους 340 μέχρι 360.
Εις την Ελλάδα υπάρχουν τρία είδη, αυτά
είναι:
α] η λεύκη η τρέμουσα ή η Populus
tremula [λατινική ονομασία], αυτοφυής με αραιά
κόμη, άφθονα οζώδη βραχύκλαδα και πολύ ευκίνητο φύλλωμα. Συναντάται σε λόχμες
και σε υψόμετρο μέχρι 1.700 και 1.800 μέτρων.
Νοτιώτερο όριο της εξαπλώσεώς της εις την
ελληνική χερσόνησο είναι η Οίτη εις την Στερεά Ελλάδα και οι βορεινές πλαγιές
της Δίρφυος εις την Εύβοια. Ανθίζει πριν την φύλλωση τον Μάρτιο με Απρίλιο, η
ωριμότητά της έρχεται το 25ο έως το 30ο έτος της. Οι
καρποί της ωριμάζουν τον Μάϊο με Ιούνιο. Το μέγιστο της αυξήσεώς του είναι το
30ο -40ο έτος της. Έχει μεγάλη προσαρμοστικότητα εις το
έδαφος και εις το κλίμα. Είναι ανθεκτική εις τις ακραίες θερμοκρασίες, όχι όμως
εις τον άνεμο.
β] η λεύκη η λευκή ή η αργυρόφυλλος ή
η Populus alba
[λατινική ονομασία], είναι αυτοφυής και εις την Ελλάδα
φύεται σε υψόμετρο μέχρι 800και 1.000 μέτρων. Είναι μεγάλο δένδρο με σφαιρική ή
ωοειδή μορφή, με παχύ κορμό, μαυροστακτόχρωμο. Τα άνθη της εις ιούλους, με
κοκκινωπά ή καστανόχρωμα καλυπτήρια λέπια. Αυξάνεται πολύ γρήγορα και το
μέγιστο της αυξήσεώς της εί-ναι από το 30ο μέχρι το 40ο
έτος της. Αντέχει περισσότερο από τις άλλες λεύκες εις τα στάσιμα νερά. Είναι
κατάλληλος εις την τεχνική ξυλεία, χρησιμοποιείται σχεδόν μόνο εις την
ξυλογλυπτική, την τορνευτική δια τα σπίρτα, δια χαρτοπολτό και παρόμοιες
χρήσεις &
γ] η λεύκη η μέλαινα ή η μαύρη ή η Populus nigra [λατινική ονομασία], η οποία απαντάται με δυο μορφές. Είναι αυτοφυής και
φύεται εις υψόμετρο μέχρι 1.000 μέτρων. Ο φλοιός είναι στακτόλευκος, τα φύλλα
της είναι σκληρά, ρομβοειδή ή κυκλικά τριγωνικά. Ανθίζει πριν την φύλλωσή της
κατά τον Μάρτιο με Απρίλιο. Φθάνει σε ύψος τα 20 με 25 μέτρα και ηλικία 40 με
50 ετών.
Ονομασίες στην αρχαιότητα, η Αχερωΐς ή ο Αίγειρος.
Η λαϊκή
παροιμία μας λέγει: «ο πλάτανος θέλει νερό κι’ η λεύκα θέλει αγέρα».
Η λαϊκή
μετεωρολογία μας λέει ότι άμα τα φύλλα της με τον ερχομό του
φθινοπώρου πέσουν πρώτα από τα χαμηλά κλαδιά της, τότε ο χειμώνας θα είναι πρώϊμος
και βαρύς, σε αντίθεση άμα πέσουν από ψηλά τότε ο χειμώνας θα είναι μικρός και
ήπιος. Επίσης άμα το φθινόπωρο μείνουν τα φύλλα κιτρινισμένα στα ψηλά κλαδιά
πάλι ο χειμώνας θα είναι ήπιος, άμα όμως
μείνουν τα φύλλα κιτρινισμένα εις τα χαμηλά κλαδιά τότε ο χειμώνας θα είναι
βαρύς. Εάν δε το «χνούδι» που αποκόβεται και πέφτει αργά εις την γη, χωρίς πνοή
ανέμου, τότε θα έρθουν ημέρες με πολύ αέρα.
Εις
την Ελλάδα φύεται από τα αρχαιότατα χρόνια γι’ αυτό και έχουν βρεθεί
και απολιθωμένα δάση λεύκης
εις την περιοχή της Κύμης Ευβοίας. Επίσης απολιθωμένες λεύκες [πρόγονοι της σημερινής]
20.000.000 ετών, ευρέθησαν εις το απολιθωμένο δάσος της νήσου Λέσβου. (115a)
*1
Οι Ηλιάδες ήσαν θυγατέρες της Κλυμένης και του Ηλίου, και αυτές ήσαν: η Μερόπη,
η Ηλία, η Αίγλη, η Φοίβη, η Λαμπετία, η Αιθερία και η Διωξίππη. Κατ’ άλλες
παραδόσεις ήσαν τρεις: η Φαέθουσα, η Λαμπετία και η Φοίβη.
Απόσπασμα από νέο βιβλίο «Η χλωρίδα μέσα από την μυθολογία &
την λαογραφίας» 2019 – Όμηρος Ερμίδης
- Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του
περιεχομένου της ιστοσελίδος εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει
ενεργός σύνδεσμος (link). Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που
ισχύουν στην Ελλάδα.
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή
εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν
υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα
αφαιρέσουμε. Επίσης σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην
συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία
ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των
συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.